συγγραφέας
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
ο / συγγραφεύς, -έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν συγγραφή
1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων
2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ συγγραφέων τινῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. λογοτέχνης
2. φρ. «δόκιμος συγγραφέας» — συγγραφέας που έχει καθιερωθεί στο αναγνωστικό κοινό με τα έργα του
αρχ.
1. ιστοριογράφος («ἀλλὰ γὰρ τῶν μεγάλων πόλεων, εἴ τι καλὸν ἔπραξαν, ἅπαντες οἱ συγγραφεῑς μέμνηνται», Ξεν.)
2. αυτός που μετέχει σε σύμβαση, ένας από τους συμβαλλόμενους
3. στον πληθ. οί συγγραφείς
(στην αρχαία Αθήνα) α) ειδική επιτροπή υπαλλήλων οι οποίοι υπέβαλλαν εγγράφως τις προτεινόμενες από την εκκλησία του δήμου μεταρρυθμίσεις του πολιτεύματος και τίς υποστήριζαν προφορικά κατά τη διεξαγωγή τών συζητήσεων
β) (ειδικά) οι εκλεγέντες στην Αθήνα κατά το 21ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου με σκοπό τη σύνταξη σχεδίου για την μεταβολή του πολιτεύματος
4. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «συγγραφεῑς οἱ ᾑρημένοι παρά της πόλεως 'ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ' αὐτοὶ ἐκαλοῡντο καὶ καταλογεῑς».