συγχώρηση
Greek Monolingual
η / συγχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α συγχωρῶ
η ενέργεια του συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν ποιήσηται», Επιφάν.)
νεοελλ.
φρ. «μετά συγχωρήσεως» — με το συμπάθιο, συγγνώμη
αρχ.
1. συγκατάθεση, συμφωνία (α. «ἧν δὲ ἡ συγχώρησις ἕν ἔχουσα κεφάλαιον», Πλάτ.
β. «τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν» — συγκατάθεση που δηλώνεται με λόγο, Πλάτ.)
2. συμφωνία που υποβλήθηκε στο δικαστήριο όπως όριζε η ετυμηγορία του, συμβιβασμός πάνω σε μια πράξη («συνεισέδωκέ μοι συγχώρησιν, καθ' ἣν ἐδηλοῡτο μήτε πρότερον μήτε νῡν ἀντιποιεῑσθαι τῆς οἰκίας», πάπ.)
3. (στην Αλεξάνδρεια) νομική συμφωνία με τη μορφή υπομνήματος στο ανώτατο δικαστήριο («κατὰ συγχώρησιν τελειωθεῑσαν διὰ τοῡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καταλογείου», πάπ.).