συνέπαινος

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέπαινος Medium diacritics: συνέπαινος Low diacritics: συνέπαινος Capitals: ΣΥΝΕΠΑΙΝΟΣ
Transliteration A: synépainos Transliteration B: synepainos Transliteration C: synepainos Beta Code: sune/painos

English (LSJ)

ον,

   A joining in approbation of a thing, σ. εἶναι or γίνεσθαι give one's consent to a thing, τινι Hdt.3.119, 5.31: abs., ib.20, Nic.Dam.Fr.130.18 J.: c. acc. et inf., consent that . ., Hdt.7.15: c. dat. pers., D.C.57.15.

German (Pape)

[Seite 1016] lobend, billigend, beistimmend, τινί, Her. 3, 119. 5, 20. 31. 32 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

συνέπαινος: -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. εἶναι, συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est d’accord avec, qui approuve.
Étymologie: συνεπαινέω.

Greek Monolingual

-ον, Α συνεπαινῶ
αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει μαζί με κάποιον άλλο («ἡ βουλὴ συνέπαινος Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.).