συνέπαινος
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
ον,
A joining in approbation of a thing, σ. εἶναι or γίνεσθαι give one's consent to a thing, τινι Hdt.3.119, 5.31: abs., ib.20, Nic.Dam.Fr.130.18 J.: c. acc. et inf., consent that . ., Hdt.7.15: c. dat. pers., D.C.57.15.
German (Pape)
[Seite 1016] lobend, billigend, beistimmend, τινί, Her. 3, 119. 5, 20. 31. 32 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
συνέπαινος: -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. εἶναι, συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est d’accord avec, qui approuve.
Étymologie: συνεπαινέω.
Greek Monolingual
-ον, Α συνεπαινῶ
αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει μαζί με κάποιον άλλο («ἡ βουλὴ συνέπαινος Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.).