συνεπάπτομαι
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
Ion. for συνεφάπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συνεφάπτομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.