στυφοκόμπος

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

German (Pape)

[Seite 960] = στυφοκόπος, Ar. Av. 1299, Schol. erkl. ὁ μάχιμος ὄρτυξ κατὰ τὸ στερεῶς κόπτειν.

Greek Monolingual

ή στυφόκομπος, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών»
2. το ορτύκι, ο όρτυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + κόμπος «κτύπος» (πρβλ. ορτυγό-κομπος)].

Greek Monolingual

ή στυφόκομπος, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών»
2. το ορτύκι, ο όρτυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + κόμπος «κτύπος» (πρβλ. ορτυγό-κομπος)].