συγκέλλω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκέλλω Medium diacritics: συγκέλλω Low diacritics: συγκέλλω Capitals: ΣΥΓΚΕΛΛΩ
Transliteration A: synkéllō Transliteration B: synkellō Transliteration C: sygkello Beta Code: sugke/llw

English (LSJ)

   A push together, Opp.H.5.602.

German (Pape)

[Seite 967] zusammentreiben, hineinthun, στρόμβους συγκέλσαντες Opp. Hal. 5, 602.

Greek (Liddell-Scott)

συγκέλλω: ὠθῶ ὁμοῦ, συνωθῶ, σπρώχνω, Ὀππ. Ἁλ. 5. 602.

Greek Monolingual

Α
μαζεύω κάτι στο ίδιο μέρος μαζί με άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέλλω «κινώ, προχωρώ»].

Greek Monolingual

Α
μαζεύω κάτι στο ίδιο μέρος μαζί με άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέλλω «κινώ, προχωρώ»].