σύγχορδος

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχορδος Medium diacritics: σύγχορδος Low diacritics: σύγχορδος Capitals: ΣΥΓΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: sýnchordos Transliteration B: synchordos Transliteration C: sygchordos Beta Code: su/gxordos

English (LSJ)

ον,

   A in harmony, of musical strings, Hsch. s.v. ἀντίχορδα.

German (Pape)

[Seite 971] eigtl. von Saiten, zusammenstimmend, harmonirend, übh. zusammenpassend, Hesych. v. ἀντίχορδα.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχορδος: -ον, ἁρμονικός, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, ἐπὶ μουσικῶν χορδῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίχορδα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για μουσικές χορδές) αυτός που συγκροτεί αρμονία, αρμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ἔγ-χορδος].

Greek Monolingual

-ον, Α
(για μουσικές χορδές) αυτός που συγκροτεί αρμονία, αρμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ἔγ-χορδος].