συμμετέχω
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
A partake of with, take part in with, c. dat. pers. et gen. rei, Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν E.Ba.63; τινὶ τῆς μάχης, τῆς ἀριστείας, Plu.Pyrrh.4, TG4: c. dat. pers., PLond.5.1660.19 (viA.D.): c. gen. rei, δορός E.Supp.648; τοῦ ἔργου X.An.7.8.17 (v.l.); βουλῆς Arist.Pol.1330a21: abs., Pl.Tht.181c: cf. συμμετίσχω.
German (Pape)
[Seite 981] (s. ἔχω), mit Theil haben; συμμετασχόντες δορός, Eur. Suppl. 648, wie Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν Bacch. 63; συμμέτεχε καὶ σύ, Plat. Theaet. 181 c; βουλόμενος συμμετασχεῖν τοῦ ἔργου, Xen. An. 7, 8, 17; τῆς μάχης, Plut. Pyrrh. 4; Luc. Charid. 7.
Greek (Liddell-Scott)
συμμετέχω: μετέχω, λαμβάνω μέρος μετά τινος εἴς τι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν Εὐρ. Βάκχ. 63· τινὶ τῆς μάχης, τῆς ἀριστείας Πλουτ. Πύρρ. 4, κτλ.· μετὰ μόνης γενικῆς, δορὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 648· τοῦ ἔργου Ξεν. Ἀνάβ. 7. 8, 17· βουλῆς Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 12· ἀπολ., Πλάτ. Θεαίτ. 181C· πρβλ. συμμετίσχω.
French (Bailly abrégé)
f. συμμετασχήσω;
avoir ou prendre part : τινος à qch ; τινί τινος avec qqn à qch.
Étymologie: σύν, μετέχω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ποιητ. τ. συμμετίσχω Α
μετέχω σε κάτι μαζί με άλλον ή με άλλους
νεοελλ.
συμμερίζομαι («συμμετέχω στον πόνο σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μετέχω «συμμετέχω, παίρνω μερίδιο»].
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ποιητ. τ. συμμετίσχω Α
μετέχω σε κάτι μαζί με άλλον ή με άλλους
νεοελλ.
συμμερίζομαι («συμμετέχω στον πόνο σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μετέχω «συμμετέχω, παίρνω μερίδιο»].