συναμύνω
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
[ῡ], fut.
A ξυναμῠνῶ E.IA62:—join in assisting, τινι l.c.:—Med., Eratosth.Cat.33, Ael.NA3.46.
German (Pape)
[Seite 999] mit abwehren, beistehen, Eur. I. A. 62.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰμύνω: [ῡ], συμβοηθῶ, τινὶ Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 62, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 20, 7. ― Μέσ., Ἐρατοσθ. 12, Αἰλιαν. π. Ζ. 3. 30.
French (Bailly abrégé)
venir au secours de, τινι;
Moy. συναμύνομαι m. sign.
Étymologie: σύν, ἀμύνω.