συναναζέω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
A make to boil together, τινι Dsc.1.30, Hippiatr.34, Aët.9.31: intr., Dsc.1.55.
German (Pape)
[Seite 999] (s. ζέΕω), mit oder zugleich aufkochen, aufsieden lassen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
συναναζέω: ἀναζέω τι ὁμοῦ, κάμνω τι νὰ βράσῃ ὁμοῦ, Διοσκ. 1. 33· ἀμεταβ., αὐτόθι 65.
Greek Monolingual
Α
1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζέω «βράζω»].
Greek Monolingual
Α
1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζέω «βράζω»].