συνδιδάσκω

From LSJ
Revision as of 12:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐδάσκω Medium diacritics: συνδιδάσκω Low diacritics: συνδιδάσκω Capitals: ΣΥΝΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: syndidáskō Transliteration B: syndidaskō Transliteration C: syndidasko Beta Code: sundida/skw

English (LSJ)

   A produce together with, of a drama, Sch.Ar.Th.1021, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.31.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. διδάσκω), mit, zugleich lehren (?).

Greek (Liddell-Scott)

συνδῐδάσκω: διδάσκω ὁμοῦ, ἐν τῷ παθητ., «συνδεδίδακται γὰρ τῇ Ἑλένῃ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1021.

Greek Monolingual

Α διδάσκω
(για τραγικό ποιητή) παρουσιάζω δραματικό έργο ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

Α διδάσκω
(για τραγικό ποιητή) παρουσιάζω δραματικό έργο ταυτόχρονα με άλλον.