συνεπιμελητής
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A fellow-curator, coadjutor, X.Cyr.5.4.17, IG22.1317.2 (both pl.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁμοῦ φροντίζων περί τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
coopérateur, auxiliaire.
Étymologie: συνεπιμελέομαι.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνεπιμελοῡμαι
συνεργάτης του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή κάτι.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνεπιμελοῡμαι
συνεργάτης του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή κάτι.