Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάφτω

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356

Greek Monolingual

και χάβω Ν
1. τρώω με λαιμαργία
2. μτφ. α) είμαι ευκολόπιστος, πείθομαι εύκολα
β) σφετερίζομαι με απληστία
3. φρ. α) «χάφτω μύγες»
i) είμαι τεμπέλης είμαι χασομέρης
ii) είμαι ανόητος, είμαι βλάκας
4. παροιμ. «όποιος πάει να χάψει βόιδι, χάφτει μύγες» — δηλώνει ότι εκείνος που επιδιώκει πράγματα τα οποία υπερβαίνουν τις δυνάμεις του συνήθως αποτυγχάνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. σχηματισμένοι από το αρχ. ρ. κάπτω «καταβροχθίζω»].