χάφτω
From LSJ
Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich
Greek Monolingual
και χάβω Ν
1. τρώω με λαιμαργία
2. μτφ. α) είμαι ευκολόπιστος, πείθομαι εύκολα
β) σφετερίζομαι με απληστία
3. φρ. α) «χάφτω μύγες»
i) είμαι τεμπέλης είμαι χασομέρης
ii) είμαι ανόητος, είμαι βλάκας
4. παροιμ. «όποιος πάει να χάψει βόιδι, χάφτει μύγες» — δηλώνει ότι εκείνος που επιδιώκει πράγματα τα οποία υπερβαίνουν τις δυνάμεις του συνήθως αποτυγχάνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. σχηματισμένοι από το αρχ. ρ. κάπτω «καταβροχθίζω»].