χλωροφόρμιο
From LSJ
Greek Monolingual
και παλ. τ. χλωριοφόρμιο, το, Ν
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, τριχλωριωμένο παράγωγο του μεθανίου, γνωστό και με την ονομασία τριχλωρομεθάνιο, χρησιμοποιούμενη ευρύτατα ως γενικό αναισθητικό και ως διαλύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chloroforme < chloro- (< χλωρο-) + (acide) formique (< λατ. formica «μυρμήγκι»). Η λ., στον λόγιο τ. χλωροφόρμιον, μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη, ενώ, στον τ. χλωριοφόρμιον, από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].