τητάνιος

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α
1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής της χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.
β. «σητάνεια κρόμμυα»)
2. (για σιτάρι) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («...δηλοῑ δὲ ἡ λέξις τὸν καθαρόν, καὶ σητανείους πυροὺς ἐπετείους...», Ησύχ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σητάνιον
το φυτό ἐπιμηλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆτες / σῆτες / σᾶτες + επίθημα -αν-ιος (πρβλ. ἐπηετ-αν-ός «φετινός»)].