τητάνιος
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Greek Monolingual
και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α
1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής της χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.
β. «σητάνεια κρόμμυα»)
2. (για σιτάρι) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («...δηλοῑ δὲ ἡ λέξις τὸν καθαρόν, καὶ σητανείους πυροὺς ἐπετείους...», Ησύχ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σητάνιον
το φυτό ἐπιμηλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆτες / σῆτες / σᾶτες + επίθημα -αν-ιος (πρβλ. ἐπηετ-αν-ός «φετινός»)].