συχώριο

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

και συ(γ)χώριο και σχώριο, το, και σ(υ)χώρια, η, Ν
1. συγχώρηση
2. φρ. α) «συχώριο νά 'χουν τα πεθαμένα σου»
i) έκφραση επαιτείας
ii) έκφραση επιδοκιμασίας ενέργειας
β) «μπουκιά και συχώριο» — βλ. μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. συ(γ)χωρώ (πρβλ. συμπάθιο < συμπαθώ)].