συχώριο
From LSJ
και συ(γ)χώριο και σχώριο, το, και σ(υ)χώρια, η, Ν
1. συγχώρηση
2. φρ. α) «συχώριο νά 'χουν τα πεθαμένα σου»
i) έκφραση επαιτείας
ii) έκφραση επιδοκιμασίας ενέργειας
β) «μπουκιά και συχώριο» — βλ. μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. συ(γ)χωρώ (πρβλ. συμπάθιο < συμπαθώ)].