ὑπερφύεια
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
[φῠ], ἡ,
A magnificence, τῶν πυραμίδων OGI666.26 (Egypt, i A. D.); excellency, as a title, POxy.135.12 (vi A. D.), etc.; cf. ὑπερφυΐα.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ ὑπερφυής
μσν.
(ως τιμητική προσφώνηση) εξοχότητα
αρχ.
(για τις πυραμίδες) το θαυμαστό, το μεγαλειώδες.