Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
[Seite 1050] τό, das Gekeilte, Eingekeilte, Sp.
το, Ν σφηνώνω
1. στερέωση πράγματος με σφήνα
2. παρεμβολή σφήνας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
3. ερμητικό κλείσιμο, φράξιμο, εμπλοκή.