υπερευαισθησία
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Greek Monolingual
η, Ν
1. υπερβολική ευαισθησία
2. υπερβολική ευθιξία
3. ιατρ. ανοσιακή αντίδραση στη δεύτερη επαφή με ένα αντιγόνο, η οποία χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη απόκριση τών μηχανισμών της χυμικής ή της κυτταρικής ανοσίας
4. (φυτοπαθολ.) αυξημένη ευαισθησία και έντονη αντίδραση ενός φυτού στην προσβολή από έναν συγκεκριμένο παθογόνο οργανισμό ή ιό, η οποία προκαλεί την άμεση νέκρωση του ιστού στο σημείο προσβολής ώστε να παρεμποδιστεί με τον τρόπο αυτό η περαιτέρω επέκταση της μόλυνσης, αλλ. υπερευπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + ευαισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Πωπ].