ὑπερφροσύνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A arrogance, Plu.2.19d, 827a.
German (Pape)
[Seite 1204] ἡ, = ὑπερφρόνησις, Plut. de unius dom. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφροσύνη: ἡ, περιφρόνησις, καταφρόνησις, Πλούτ. 2. 19D, 827Α, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. ὑπερφρόνησις.