ὑπέρπτωχος
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ον,
A exceedingly poor, Arist.Pol.1295b7.
German (Pape)
[Seite 1201] übermäßig arm, Arist. pol. 4, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπτωχος: -ον, ὑπερβαλλόντως πτωχός, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
excessivement ou extrêmement pauvre.
Étymologie: ὑπέρ, πτωχός.