σωματίδιο

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source

Greek Monolingual

το / σωματίδιον, ΝΜΑ σῶμα, σώματος]
νεοελλ.
1. ανατ. μικρό σώμα
2. φρ. α) «στοιχειώδη σωματίδια» — βλ. στοιχειώδης
β) «υποατομικά σωματίδια» — βλ. σωμάτιο
αρχ.
αποδεικτικό έγγραφο.