συντρώγω

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρώγω Medium diacritics: συντρώγω Low diacritics: συντρώγω Capitals: ΣΥΝΤΡΩΓΩ
Transliteration A: syntrṓgō Transliteration B: syntrōgō Transliteration C: syntrogo Beta Code: suntrw/gw

English (LSJ)

   A eat together, Tz.H.10.637.

Greek (Liddell-Scott)

συντρώγω: τρώγω ὁμοῦ, ἄρτον τυχόντα… συντρώγοντα Τζέτζ. Ἱστ. 10. 638.

Greek Monolingual

ΝΜ
τρώω στο ίδιο τραπέζι μαζί με άλλον ή άλλους, παρακάθημαι σε γεύμα
μσν.
τρώω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους.