οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Full diacritics: συντρώγω | Medium diacritics: συντρώγω | Low diacritics: συντρώγω | Capitals: ΣΥΝΤΡΩΓΩ |
Transliteration A: syntrṓgō | Transliteration B: syntrōgō | Transliteration C: syntrogo | Beta Code: suntrw/gw |
A eat together, Tz.H.10.637.
συντρώγω: τρώγω ὁμοῦ, ἄρτον τυχόντα… συντρώγοντα Τζέτζ. Ἱστ. 10. 638.
ΝΜ
τρώω στο ίδιο τραπέζι μαζί με άλλον ή άλλους, παρακάθημαι σε γεύμα
μσν.
τρώω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους.