χάλικας

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(πετρογρ.) αποστρογγυλωμένο ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και η διάμετρός του κυμαίνεται από 4 ώς 64 χιλιοστόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + μεγεθ. κατάλ. -ας (πρβλ. χαράκι: χάρακας)].