χάλικας
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ο, Ν
(πετρογρ.) αποστρογγυλωμένο ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και η διάμετρός του κυμαίνεται από 4 ώς 64 χιλιοστόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + μεγεθ. κατάλ. -ας (πρβλ. χαράκι: χάρακας)].