τετρακινητήριος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
-α, -ο, Ν
ο εφοδιασμένος με τέσσερεις κινητήρες («τετρακινητήριο αεροπλάνο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κινητήρας + κατάλ. -ιος].