τιαροειδής
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ές,
A like or shaped like a tiara, X.An.5.4.13.
German (Pape)
[Seite 1109] ές, von der Art od. Gestalt der τιάρα, Xen. An. 5, 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
τιᾱροειδής: ὁ ἔχων σχῆμα τιάρας ἢ ὅμοιος τιάρᾳ, κράνη.... ἐγγύτατα τιαροειδῆ Ξεν. Ἀν. 5. 4. 13.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de tiare.
Étymologie: τιάρα, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές, Α
όμοιος με τιάρα («κράνη... κρωβύλον ἔχοντα κατὰ μέσον ἐγγύτατα τιαροειδῆ...», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + -ειδής].