τσυτσυρίζω

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source

Greek Monolingual

και τσιτσυρίζω και τσιτσιρίζω και τσιρτσιρίζω Ν
1. (για κρέας ή άλλη ουσία που καίγεται) παράγω συριστικό ήχο
2. μτφ. α) βασανίζω κάποιον αργά και επίμονα
β) (για πουλί) τυτιβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσυρίζω, με επανάληψη της αρκτικής συλλαβής].