τσυτσυρίζω

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496

Greek Monolingual

και τσιτσυρίζω και τσιτσιρίζω και τσιρτσιρίζω Ν
1. (για κρέας ή άλλη ουσία που καίγεται) παράγω συριστικό ήχο
2. μτφ. α) βασανίζω κάποιον αργά και επίμονα
β) (για πουλί) τυτιβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσυρίζω, με επανάληψη της αρκτικής συλλαβής].