υδρόχοιρος

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος ημιυδρόβιων τρωκτικών της οικογένειας καβιίδες ή υδροχοιρίδες, με δύο είδη που απαντούν στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική και είναι τα μεγαλύτερα επιζώντα τρωκτικά, φθάνοντας σε μήκος τα 1,25 μέτρα, γνωστά με την κοινή ονομασία καπυμπέρα ή κάρπινχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrochoerus (< υδρο- + χοίρος)].