υπόζωμα

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source

Greek Monolingual

το / ὑπόζωμα, ΝΑ ὑποζώννυμι
1. ζωολ. (στα έντομα) εντομή που διαχωρίζει τον θώρακα από την κοιλία
2. ναυτ. ζωστήρας από χοντρό σχοινί που περιβάλλει κατά μήκος το πλοίο και συγκρατεί τις σανίδες στον σκελετό του, αλλ. υπόζωσμα
νεοελλ.
ναυτ. παχύ σχοινί που σαν ζωστήρας περιβάλλει εξωτερικά λέμβο ή πλοιάριο κατά μήκος του σκάφους με σκοπό την αποφυγή προσκρούσεων κατά τις πλευρίσεις
αρχ.
1. υμένας που διαχωρίζει τη θωρακική από την κοιλιακή κοιλότητα, διάφραγμα
2. ναυτ. το μεσαίο τμήμα του πηδαλίου.