τυχαίος
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
-α, -ο / τυχαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που συμβαίνει κατά τύχην, από σύμπτωση, απρόβλεπτος, μη σκόπιμος (α. «τυχαίο γεγονός» β. «τυχαία συνάντηση» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ ἐξεπίτηδες γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. ασήμαντος, μηδαμινός («δεν είναι τυχαίος άνθρωπος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τυχαίο
(νομ.) απρόβλεπτο αρνητικό περιστατικό, που μεταβάλλει την συνήθη πορεία τών πραγμάτων, δίχως να θεμελιώνει, κατά κανόνα, ευθύνη και, αντιστοίχως, απαίτηση τών ανυπαίτιων προσώπων στα συμφέροντα τών οποίων επιδρά
νεοελλ.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το τυχαίο συμβάν, το τυχαίο γεγονός
μσν.
κοινός, συνήθης, συνηθισμένος.
επίρρ...
τυχαίως ΝΜΑ, και τυχαία Ν
κατά τύχην, κατά τρόπο τυχαίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αῖος)].