φορηδόν
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
Adv.
A bearing like a bundle, φ. ἄρασθαί τι Luc.Tim.21.
German (Pape)
[Seite 1300] adv., wie φοράδην, im Tragen, getragen, Luc. Tim. 21.
Greek (Liddell-Scott)
φορηδόν: Ἐπίρρ., = φοράδην, «σηκωτά», «κουβαλητά», φ. ἄρασθαί τι Λουκ. Τίμ. 21.
French (Bailly abrégé)
adv;
c. φοράδην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σηκωτά, φοράδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].