χερέα

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source

Greek (Liddell-Scott)

χερέα: ἡ, παροιμ., χερέα νερὸν πνίγει με Μ. Ψελλ. ἢ Θ. Πτωχοπροδρ. (ἢ Ἰω. Γλυκᾶς ;) ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. 5, σ. 545. - Καὶ σήμερον λέγομεν· μιὰ χερι- ά. Τοιαῦτα δὲ εἰς έα ἢ ία ἔχομεν πολλά, οἷον. βελονία, δακτυλία, κεφαλία, τσεκουρία, σπαθία, μερία, νυκτία, δροσία, πηδησία, χτυπία, σκουντία, τσιμπιά, σχηματιζόμενα, ὡς βλέπει τις ἐκ τῶν παραδειγμάτων τούτων, ὄχι μόνον ἀπὸ ὀνομάτων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ῥημάτων ὄχι ὅμως ἀπὸ πάντων ἀδιαφόρως, διότι δὲν λέγομεν λ. χερ ’νυχία, ἢ τρυπία ἢ ἀνοιξία, καθ’ ὅσον τοὐλάχιστον ἐγὼ ἠξεύρω, Συναγωγὴ λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
βλ. χεριά.