φυσούνι

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

το, Ν
1. η φυσούνα
2. είδος παραδοσιακού κυκλικού χορού για άνδρες και γυναίκες, πιθανώς από την περιοχή της Πρέβεζας, που εκτελείται σε εννέα χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ, κατά τα ονόμ. σε -ούνι (πρβλ. κουδ-ούνι)].