Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρίστροφος

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίστροφος Medium diacritics: τρίστροφος Low diacritics: τρίστροφος Capitals: ΤΡΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: trístrophos Transliteration B: tristrophos Transliteration C: tristrofos Beta Code: tri/strofos

English (LSJ)

ον,

   A thrice-twisted, λίνον Meges ap.Orib.44.24.12.    2 consisting of three strophes, Sch.Pi.O.9.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρίστροφος: -ον, τρὶς ἐστραμμένος, δηλ. καλῶς συνεστραμμένος, λίνον Ὀρειβάσ. 25, ἔκδ. Mai. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στροφῶν, Σχόλ. Πινδ. 1. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για κλωστές) στριμμένος τρεις φορές, καλά στριμμένοςλίνον ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.)
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις στροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στροφος (< στροφή), πρβλ. μονό-στροφος].