σχιστόλιθος
Greek Monolingual
ο, Ν
1. συν. στον πληθ. οι σχιστόλιθοι
(πετρογρ.) κρυσταλλικά πετρώματα που παρουσιάζουν, μακροσκοπικά, έντονα ανεπτυγμένη σχιστότητα, δηλαδή τάση αποχωρισμού σε φυλλάρια
2. φρ. α) «ταλκικός σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) σχιστόλιθος που περιέχει άφθονο τάλκη και έχει λιπαρή υφή, καλά ανεπτυγμένη σχιστότητα και γκριζοπράσινο χρώμα
β) «μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) σχιστόλιθος που περιέχει, συνήθως, μοσχοβίτη, αντιπροσωπεύει σχετικά υψηλό βαθμό μεταμόρφωσης, είναι χονδροκοκκώδης και παρουσιάζει και μεμονωμένες φολίδες μαρμαρυγία
γ) «αργιλικοί σχιστόλιθοι»
(πετρογρ.) ιζηματογενή πετρώματα που απαντούν στη φύση και, γενικά, ταξινομούνται σε κλαστικά, χημικά ή οργανικά, ανάλογα με τον κύριο τύπο προέλευσής τους
δ) «πετρελαϊκός σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) βλ. πετρελαϊκός
ε) «πλακώδης σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) λεπτόκοκκο, αργιλώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα που αποχωρίζεται εύκολα σε λεπτές πλάκες, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλη αντοχή στον εφελκυσμό, καθώς και ανθεκτικότητα.