πλακώδης

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκώδης Medium diacritics: πλακώδης Low diacritics: πλακώδης Capitals: ΠΛΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: plakṓdēs Transliteration B: plakōdēs Transliteration C: plakodis Beta Code: plakw/dhs

English (LSJ)

πλακῶδες, laminated, τραχὺς καὶ π. Arist.HA507b8, cf. Fr. 338, etc.; π. σάρξ flaky, of a fish, Xenocr. ap. Orib.2.58.41: Comp. -ωδέστερος having more lamellae, more laminar, Arist.HA525b14, PA 684a20; π. ὑπόνομοι, of gold-mines, Agatharch.29,96; with a crust, of soil, Thphr. HP 9.4.8.

German (Pape)

[Seite 624] ες, plattenartig, blättrig, übh. = πλακόεις; Arist. H. A. 2, 17; Theophr. u. A.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰκώδης: пластинчатый, слоистый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰκώδης: -ες, (εἶδος) = πλακόεις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 10, κτλ.· συγκρ. -ωδέστερος, αὐτόθι 4. 2, 4, π. Ζ. Μορ. 4. 8, 7.

Greek Monolingual

-ες / πλακώδης, -ώδες, ΝΜΑ πλάξ, πλακός]
ο όμοιος με πλάκα, αυτός που έχει το σχήμα πλάκας, ο πλατύς
αρχ.
1. ο πεταλώδης
2. (για το έδαφος) αυτός που έχει φλοιό («τὴν...γῆν ὑπάργιλον εἶναι καὶ πλακώδη», Θεοφρ.)
3. ο όμοιος με όστρακο, οστρακώδης.