τριχοκλασία

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. σπάσιμο τών τριχών της κεφαλής σε μικρή απόσταση από την έκφυσή τους, τραυματική ή ιδιοπαθής χωρίς εμφανή αίτια, η οποία εμφανίζεται κατά ώσεις, κυρίως στις μετωποβρεγματικές χώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + -κλαστία (< -κλάστης < κλάστης < κλῶ «σπάω, θραύω»)].