τοκίζω

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκίζω Medium diacritics: τοκίζω Low diacritics: τοκίζω Capitals: ΤΟΚΙΖΩ
Transliteration A: tokízō Transliteration B: tokizō Transliteration C: tokizo Beta Code: toki/zw

English (LSJ)

(

   A τόκος 11.2) lend on interest, D.45.70; μὴ τοκίζειν πλέονος ἢ τριῶν ὀδελῶν τὰν μνᾶν τοῦ μηνὸς Ϝεκάστου Schwyzer 324.6 (Delph., iv B. C.); τ. τόκον practise usury, AP11.309 (Lucill.):—Pass., τοκίζεται αὐτῷ ἀργύριον Hyp.Fr.273, cf.IG9(1).694.12, 29 (Corc.).

German (Pape)

[Seite 1125] auf Zinsen leihen, wuchern; Dem. 45, 70; μναῖ τοκιζόμεναι ὑπὸ Κρίτωνος, Plut. Arist. 1; τόκον τοκίσαι, Lucill. 102 (XI, 309).

Greek (Liddell-Scott)

τοκίζω: (τόκος ΙΙ. 2) δανείζω ἐπὶ τόκῳ, Λατιν. faenerari, Δημ. 1122. 27· τοκίσας τόκον Ἀνθ. Π. 11. 309. - Παθ., ἀργύριον τοκίζεται αὐτῷ Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 85, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 12, 28.

French (Bailly abrégé)

prêter à intérêt.
Étymologie: τόκος.

Greek Monolingual

ΝΑ τόκος
1. δανείζω με τόκο
2. ειρων. είμαι τοκογλύφος
νεοελλ.
ειρων. ζω χωρίς να εργάζομαι, είμαι φυγόπονος.