Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
και τσιμπολογάω Ν
1. τσιμπώ επανειλημμένα
2. μτφ. α) τρώγω πολλές φορές και από λίγο
β) αποσπώ κατά διαστήματα μικροποσά από κάποιον, συνήθως με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμπώ + -λογώ (πρβλ. τραβο-λογώ)].