φόντο
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ.
1. το βάθος οποιουδήποτε πράγματος
2. (ιδίως) το βάθος, ο ορίζοντας ενός ζωγραφικού πίνακα
3. στον πληθ. τα φόντα
μτφ. α) ηθικό ή πνευματικό κεφάλαιο, προσόντα («δεν έχει τα φόντα για να πετύχει σε αυτήν τη δουλειά» — δεν διαθέτει το ταλέντο ή τα προσόντα)
β) χρηματικό κεφάλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fondo «βάθος, πυθμένας» < λατ. fundus «πυθμένας»].