ὑψηλόφωνος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλόφωνος Medium diacritics: ὑψηλόφωνος Low diacritics: υψηλόφωνος Capitals: ΥΨΗΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: hypsēlóphōnos Transliteration B: hypsēlophōnos Transliteration C: ypsilofonos Beta Code: u(yhlo/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A with high or loud voice, Sch.rec.S.El.243.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ἢ ἠχηρὰν φωνήν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἡλ. 243.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψηλόφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υψηλή, δηλαδή ισχυρή, φωνή.
επίρρ...
υψηλοφώνως και υψηλόφωνα Ν
με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].