τέντα

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

Greek Monolingual

(I)
οι, Ν
εθνολ. λαός της ανατολικής και κεντρικής Σαχάρας.———————— (II)
η, ΝΜ, και τένδα Μ
1. σκηνή για προσωρινή διαμονή στο ύπαιθρο
2. (ειδικά) η στρατιωτική σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.
1. προπέτασμα από χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την προφύλαξη ανοιχτών χώρων από τον ήλιο, τον άνεμο ή τη βροχή
2. (ως επίρρ.) τέντα
ορθάνοιχτα, τελείως ανοιχτά («άφησε την πόρτα τέντα και κρύωσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tenda < ρ. tendo «εκτείνω, τεντώνω»].