χορταιόβαμος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ, epith. of Silenus (cf. sq. 1), Hsch.; also χορταιο-βάμων [ᾱ], ον, gen. ονος, Trag.Adesp.601.
Greek (Liddell-Scott)
χορταιόβᾱμος: ἢ -βάμων, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Σειληνοῦ παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ χορταιοβάμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορταῖος «χοντρό ένδυμα, προβιά» (< χόρτος) + -βαμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. παλίμ-βαμος].