σχιζοειδής

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τείνει σε ανάπτυξη σχιζοειδούς προσωπικότητας
2. φρ. «σχιζοειδής ιδιοσυγκρασία» ή «σχιζοειδής προσωπικότητα»
(ιατρ.-ψυχολ.) ψυχικός τύπος που χαρακτηρίζεται κυρίως από ακοινωνησία, αυτισμό, ενδοστρέφεια, συναισθηματική αμφιθυμία, απόκρυψη τών συναισθημάτων, απόσυρση από την πραγματικότητα και τάση προς αφηρημένη σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. schizoide (< σχίζω + -ειδής)].