φοινικόχρους
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, Μ
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα, πορφυρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -χρους / -χροος (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό-χρους / -χροος].