φυλλομετρώ

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

-άω, Ν
1. ρίχνω γρήγορες ματιές στα φύλλα ενός βιβλίου, ξεφυλλίζω
2. διαβάζω βιαστικά και επιπόλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].