τοποθετώ
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
Greek Monolingual
-έω, ΝΑ
νεοελλ.
1. βάζω σε ορισμένη θέση («τοποθέτησα τη γλάστρα στο μπαλκόνι»)
2. (σχετικά με πρόσ.) διορίζω σε ορισμένη θέση («τον τοποθέτησαν στο Υπουργείο Εξωτερικών»)
3. (σχετικά με κεφάλαιο) κάνω τοποθέτηση
αρχ.
προσδιορίζω τη θέση ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -θετῶ (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. οριο-θετώ].