ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
Full diacritics: ταὐτοποιός | Medium diacritics: ταὐτοποιός | Low diacritics: ταυτοποιός | Capitals: ΤΑΥΤΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: tautopoiós | Transliteration B: tautopoios | Transliteration C: taftopoios | Beta Code: tau)topoio/s |
όν,
A creating identity, Procl. in Cra.p.20 P., Dam.Pr.305, al.
ταὐτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὰ αὐτά, Πρόκλ. ἐν τοῖς Α. Β. 1422.
-όν, ΜΑ
αυτός που κάνει τα ίδια πράγματα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -ποιός].